- μυρμηκόβιος
- μυρμηκό-βῐος, ον,A living an ant's life,
τὸ τῆς διαίτης μ. Eust.77.3
.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
τὸ τῆς διαίτης μ. Eust.77.3
.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
μυρμηκόβιος — α, ο (Μ μυρμηκόβιος, ον) νεοελλ. το αρσ. ως ουσ. ζωολ. γένος μαρσιποφόρων θηλαστικών τής Αυστραλίας που ανήκουν στην οικογένεια δασυουρίδες ή μυρμηκοβιίδες και τρέφονται με τερμίτες αλλ. ραβδωτός μυρμηκοφάγος μσν. 1. αυτός, που ζει σαν το… … Dictionary of Greek
μυρμηκόβιον — μυρμηκόβιος living an ant s life masc/fem acc sg μυρμηκόβιος living an ant s life neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
βίος — ο και βιος, το (AM βίος, ο) 1. η ανθρώπινη ζωή 2. ο τρόπος που ζει κανείς («αμέριμνος βίος», «ταλαίπωρος βίος») 3. ο χρόνος, η διάρκεια της ζωής 4. η εξιστόρηση της ζωής κάποιου, η βιογραφία 5. τα αγαθά, τα υπάρχοντα 6. ο πλούτος νεοελλ. 1. η… … Dictionary of Greek
μυρμήγκι — Ημιορεινός οικισμός (υψόμ. 225 μ., 89 κάτ.) της Χίου. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Ιωνίας του νομού Χίου. * * * και μερμήγκι, το (ΑΜ μύρμηξ, ὁ, Α και δωρ. τ. μύρμαξ, ὁ, Μ και μυρμήγκι και μυρμήγκιν και μερμήγκι και μερμήγκιν και μερμήκιν και… … Dictionary of Greek
μαρσιποφόρα — Τάξη ζωοτόκων θηλαστικών, η μοναδική της υφομοταξίας των μεταθηρίων. Τα μ. είναι διαδεδομένα στην Αυστραλία, στην Τασμανία, στην Ινδονησία και στην Αμερική, και οι τυπικότεροι αντιπρόσωποι τους είναι τα καγκουρό. Επιδεικνύουν μία μεγάλη ποικιλία… … Dictionary of Greek